αλαφροΐσκιωτος • (alafroḯskiotos) m (feminine αλαφροΐσκιωτη, neuter αλαφροΐσκιωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλαφροΐσκιωτος (alafroḯskiotos) | αλαφροΐσκιωτη (alafroḯskioti) | αλαφροΐσκιωτο (alafroḯskioto) | αλαφροΐσκιωτοι (alafroḯskiotoi) | αλαφροΐσκιωτες (alafroḯskiotes) | αλαφροΐσκιωτα (alafroḯskiota) | |
genitive | αλαφροΐσκιωτου (alafroḯskiotou) | αλαφροΐσκιωτης (alafroḯskiotis) | αλαφροΐσκιωτου (alafroḯskiotou) | αλαφροΐσκιωτων (alafroḯskioton) | αλαφροΐσκιωτων (alafroḯskioton) | αλαφροΐσκιωτων (alafroḯskioton) | |
accusative | αλαφροΐσκιωτο (alafroḯskioto) | αλαφροΐσκιωτη (alafroḯskioti) | αλαφροΐσκιωτο (alafroḯskioto) | αλαφροΐσκιωτους (alafroḯskiotous) | αλαφροΐσκιωτες (alafroḯskiotes) | αλαφροΐσκιωτα (alafroḯskiota) | |
vocative | αλαφροΐσκιωτε (alafroḯskiote) | αλαφροΐσκιωτη (alafroḯskioti) | αλαφροΐσκιωτο (alafroḯskioto) | αλαφροΐσκιωτοι (alafroḯskiotoi) | αλαφροΐσκιωτες (alafroḯskiotes) | αλαφροΐσκιωτα (alafroḯskiota) |