αλαφυραγώγητος • (alafyragógitos) m (feminine αλαφυραγώγητη, neuter αλαφυραγώγητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλαφυραγώγητος (alafyragógitos) | αλαφυραγώγητη (alafyragógiti) | αλαφυραγώγητο (alafyragógito) | αλαφυραγώγητοι (alafyragógitoi) | αλαφυραγώγητες (alafyragógites) | αλαφυραγώγητα (alafyragógita) | |
genitive | αλαφυραγώγητου (alafyragógitou) | αλαφυραγώγητης (alafyragógitis) | αλαφυραγώγητου (alafyragógitou) | αλαφυραγώγητων (alafyragógiton) | αλαφυραγώγητων (alafyragógiton) | αλαφυραγώγητων (alafyragógiton) | |
accusative | αλαφυραγώγητο (alafyragógito) | αλαφυραγώγητη (alafyragógiti) | αλαφυραγώγητο (alafyragógito) | αλαφυραγώγητους (alafyragógitous) | αλαφυραγώγητες (alafyragógites) | αλαφυραγώγητα (alafyragógita) | |
vocative | αλαφυραγώγητε (alafyragógite) | αλαφυραγώγητη (alafyragógiti) | αλαφυραγώγητο (alafyragógito) | αλαφυραγώγητοι (alafyragógitoi) | αλαφυραγώγητες (alafyragógites) | αλαφυραγώγητα (alafyragógita) |