From Byzantine Greek ἀλησμόνητος (alēsmónētos). By surface analysis, α- (a-) + λησμονώ (lismonó) + -τος (-tos).
αλησμόνητος • (alismónitos) m
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλησμόνητος • | αλησμόνητη • | αλησμόνητο • | αλησμόνητοι • | αλησμόνητες • | αλησμόνητα • |
genitive | αλησμόνητου • | αλησμόνητης • | αλησμόνητου • | αλησμόνητων • | αλησμόνητων • | αλησμόνητων • |
accusative | αλησμόνητο • | αλησμόνητη • | αλησμόνητο • | αλησμόνητους • | αλησμόνητες • | αλησμόνητα • |
vocative | αλησμόνητε • | αλησμόνητη • | αλησμόνητο • | αλησμόνητοι • | αλησμόνητες • | αλησμόνητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλησμόνητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλησμόνητος, etc.) |