αλητοτουρίστρια • (alitotourístria) f (plural αλητοτουρίστριες, masculine αλητοτουρίστας)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλητοτουρίστρια (alitotourístria) | αλητοτουρίστριες (alitotourístries) |
genitive | αλητοτουρίστριας (alitotourístrias) | αλητοτουριστριών (alitotouristrión) |
accusative | αλητοτουρίστρια (alitotourístria) | αλητοτουρίστριες (alitotourístries) |
vocative | αλητοτουρίστρια (alitotourístria) | αλητοτουρίστριες (alitotourístries) |