αλιάνιστος • (aliánistos) m (feminine αλιάνιστη, neuter αλιάνιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλιάνιστος (aliánistos) | αλιάνιστη (aliánisti) | αλιάνιστο (aliánisto) | αλιάνιστοι (aliánistoi) | αλιάνιστες (aliánistes) | αλιάνιστα (aliánista) | |
genitive | αλιάνιστου (aliánistou) | αλιάνιστης (aliánistis) | αλιάνιστου (aliánistou) | αλιάνιστων (aliániston) | αλιάνιστων (aliániston) | αλιάνιστων (aliániston) | |
accusative | αλιάνιστο (aliánisto) | αλιάνιστη (aliánisti) | αλιάνιστο (aliánisto) | αλιάνιστους (aliánistous) | αλιάνιστες (aliánistes) | αλιάνιστα (aliánista) | |
vocative | αλιάνιστε (aliániste) | αλιάνιστη (aliánisti) | αλιάνιστο (aliánisto) | αλιάνιστοι (aliánistoi) | αλιάνιστες (aliánistes) | αλιάνιστα (aliánista) |