αλληλ- (allil-, “mutuality”) + ασφάλεια (asfáleia, “insurance”)
αλληλασφάλεια • (allilasfáleia) f (plural αλληλασφάλειες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλασφάλεια (allilasfáleia) | αλληλασφάλειες (allilasfáleies) |
genitive | αλληλασφάλειας (allilasfáleias) | αλληλασφαλειών (allilasfaleión) |
accusative | αλληλασφάλεια (allilasfáleia) | αλληλασφάλειες (allilasfáleies) |
vocative | αλληλασφάλεια (allilasfáleia) | αλληλασφάλειες (allilasfáleies) |