From αλληλο- (allilo-) + επίδραση (epídrasi).
αλληλεπίδραση • (allilepídrasi) f (plural αλληλεπιδράσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλεπίδραση (allilepídrasi) | αλληλεπιδράσεις (allilepidráseis) |
genitive | αλληλεπίδρασης (allilepídrasis) | αλληλεπιδράσεων (allilepidráseon) |
accusative | αλληλεπίδραση (allilepídrasi) | αλληλεπιδράσεις (allilepidráseis) |
vocative | αλληλεπίδραση (allilepídrasi) | αλληλεπιδράσεις (allilepidráseis) |
Older or formal genitive singular: αλληλεπιδράσεως (allilepidráseos)