αλληλο- (allilo-, “reciprocal, mutual”) + διδασκαλία (didaskalía, “teaching”)
αλληλοδιδασκαλία • (allilodidaskalía) f (plural αλληλοδιδασκαλίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλοδιδασκαλία (allilodidaskalía) | αλληλοδιδασκαλίες (allilodidaskalíes) |
genitive | αλληλοδιδασκαλίας (allilodidaskalías) | αλληλοδιδασκαλιών (allilodidaskalión) |
accusative | αλληλοδιδασκαλία (allilodidaskalía) | αλληλοδιδασκαλίες (allilodidaskalíes) |
vocative | αλληλοδιδασκαλία (allilodidaskalía) | αλληλοδιδασκαλίες (allilodidaskalíes) |