αλληλο- (allilo-, “reciprocal, mutual”) + εξοντωτικός (exontotikós, “destructive”)
αλληλοεξοντωτικός • (alliloexontotikós) m (feminine εξοντωτική, neuter εξοντωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλληλοεξοντωτικός (alliloexontotikós) | αλληλοεξοντωτική (alliloexontotikí) | αλληλοεξοντωτικό (alliloexontotikó) | αλληλοεξοντωτικοί (alliloexontotikoí) | αλληλοεξοντωτικές (alliloexontotikés) | αλληλοεξοντωτικά (alliloexontotiká) | |
genitive | αλληλοεξοντωτικού (alliloexontotikoú) | αλληλοεξοντωτικής (alliloexontotikís) | αλληλοεξοντωτικού (alliloexontotikoú) | αλληλοεξοντωτικών (alliloexontotikón) | αλληλοεξοντωτικών (alliloexontotikón) | αλληλοεξοντωτικών (alliloexontotikón) | |
accusative | αλληλοεξοντωτικό (alliloexontotikó) | αλληλοεξοντωτική (alliloexontotikí) | αλληλοεξοντωτικό (alliloexontotikó) | αλληλοεξοντωτικούς (alliloexontotikoús) | αλληλοεξοντωτικές (alliloexontotikés) | αλληλοεξοντωτικά (alliloexontotiká) | |
vocative | αλληλοεξοντωτικέ (alliloexontotiké) | αλληλοεξοντωτική (alliloexontotikí) | αλληλοεξοντωτικό (alliloexontotikó) | αλληλοεξοντωτικοί (alliloexontotikoí) | αλληλοεξοντωτικές (alliloexontotikés) | αλληλοεξοντωτικά (alliloexontotiká) |