αλληλο- (allilo-, “reciprocal, mutual”) + κατηγορία (katigoría, “charge”)
αλληλοκατηγορία • (allilokatigoría) f (plural αλληλοκατηγορίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλοκατηγορία (allilokatigoría) | αλληλοκατηγορίες (allilokatigoríes) |
genitive | αλληλοκατηγορίας (allilokatigorías) | αλληλοκατηγοριών (allilokatigorión) |
accusative | αλληλοκατηγορία (allilokatigoría) | αλληλοκατηγορίες (allilokatigoríes) |
vocative | αλληλοκατηγορία (allilokatigoría) | αλληλοκατηγορίες (allilokatigoríes) |