Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αλληλοϋποστηρίζομαι. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αλληλοϋποστηρίζομαι, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αλληλοϋποστηρίζομαι in singular and plural. Everything you need to know about the word
αλληλοϋποστηρίζομαι you have here. The definition of the word
αλληλοϋποστηρίζομαι will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αλληλοϋποστηρίζομαι, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From αλληλο- (allilo-) + υποστηρίζω (ypostirízo).
Verb
αλληλοϋποστηρίζομαι • (alliloÿpostirízomai) deponent
- to help each other, mutually support
- to stick together
Conjugation
αλληλοϋποστηρίζομαι (deponent: passive forms only)
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
1 sg
|
αλληλοϋποστηρίζομαι
|
αλληλοϋποστηριστώ
|
2 sg
|
αλληλοϋποστηρίζεσαι
|
αλληλοϋποστηριστείς
|
3 sg
|
αλληλοϋποστηρίζεται
|
αλληλοϋποστηριστεί
|
|
1 pl
|
αλληλοϋποστηριζόμαστε
|
αλληλοϋποστηριστούμε
|
2 pl
|
αλληλοϋποστηρίζεστε, αλληλοϋποστηριζόσαστε
|
αλληλοϋποστηριστείτε
|
3 pl
|
αλληλοϋποστηρίζονται
|
αλληλοϋποστηριστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
1 sg
|
αλληλοϋποστηριζόμουν(α)
|
αλληλοϋποστηρίστηκα
|
2 sg
|
αλληλοϋποστηριζόσουν(α)
|
αλληλοϋποστηρίστηκες
|
3 sg
|
αλληλοϋποστηριζόταν(ε)
|
αλληλοϋποστηρίστηκε
|
|
1 pl
|
αλληλοϋποστηριζόμασταν, (‑όμαστε)
|
αλληλοϋποστηριστήκαμε
|
2 pl
|
αλληλοϋποστηριζόσασταν, (‑όσαστε)
|
αλληλοϋποστηριστήκατε
|
3 pl
|
αλληλοϋποστηρίζονταν, (αλληλοϋποστηριζόντουσαν)
|
αλληλοϋποστηρίστηκαν, αλληλοϋποστηριστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
1 sg
|
θα αλληλοϋποστηρίζομαι ➤
|
θα αλληλοϋποστηριστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αλληλοϋποστηρίζεσαι, …
|
θα αλληλοϋποστηριστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αλληλοϋποστηριστεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αλληλοϋποστηριστεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αλληλοϋποστηριστεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
αλληλοϋποστηρίσου
|
2 pl
|
αλληλοϋποστηρίζεστε
|
αλληλοϋποστηριστείτε
|
|
Other forms
|
Passive voice
|
Present participle ➤
|
αλληλοϋποστηριζόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle ➤
|
—
|
|
Nonfinite form ➤
|
αλληλοϋποστηριστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|