αλλοτροπικός • (allotropikós) m (feminine αλλοτροπική, neuter αλλοτροπικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλλοτροπικός (allotropikós) | αλλοτροπική (allotropikí) | αλλοτροπικό (allotropikó) | αλλοτροπικοί (allotropikoí) | αλλοτροπικές (allotropikés) | αλλοτροπικά (allotropiká) | |
genitive | αλλοτροπικού (allotropikoú) | αλλοτροπικής (allotropikís) | αλλοτροπικού (allotropikoú) | αλλοτροπικών (allotropikón) | αλλοτροπικών (allotropikón) | αλλοτροπικών (allotropikón) | |
accusative | αλλοτροπικό (allotropikó) | αλλοτροπική (allotropikí) | αλλοτροπικό (allotropikó) | αλλοτροπικούς (allotropikoús) | αλλοτροπικές (allotropikés) | αλλοτροπικά (allotropiká) | |
vocative | αλλοτροπικέ (allotropiké) | αλλοτροπική (allotropikí) | αλλοτροπικό (allotropikó) | αλλοτροπικοί (allotropikoí) | αλλοτροπικές (allotropikés) | αλλοτροπικά (allotropiká) |