αλλόπιστος • (allópistos) m (feminine αλλόπιστη, neuter αλλόπιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλλόπιστος (allópistos) | αλλόπιστη (allópisti) | αλλόπιστο (allópisto) | αλλόπιστοι (allópistoi) | αλλόπιστες (allópistes) | αλλόπιστα (allópista) | |
genitive | αλλόπιστου (allópistou) | αλλόπιστης (allópistis) | αλλόπιστου (allópistou) | αλλόπιστων (allópiston) | αλλόπιστων (allópiston) | αλλόπιστων (allópiston) | |
accusative | αλλόπιστο (allópisto) | αλλόπιστη (allópisti) | αλλόπιστο (allópisto) | αλλόπιστους (allópistous) | αλλόπιστες (allópistes) | αλλόπιστα (allópista) | |
vocative | αλλόπιστε (allópiste) | αλλόπιστη (allópisti) | αλλόπιστο (allópisto) | αλλόπιστοι (allópistoi) | αλλόπιστες (allópistes) | αλλόπιστα (allópista) |