αλφαβητικός • (alfavitikós) m (feminine αλφαβητική, neuter αλφαβητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλφαβητικός (alfavitikós) | αλφαβητική (alfavitikí) | αλφαβητικό (alfavitikó) | αλφαβητικοί (alfavitikoí) | αλφαβητικές (alfavitikés) | αλφαβητικά (alfavitiká) | |
genitive | αλφαβητικού (alfavitikoú) | αλφαβητικής (alfavitikís) | αλφαβητικού (alfavitikoú) | αλφαβητικών (alfavitikón) | αλφαβητικών (alfavitikón) | αλφαβητικών (alfavitikón) | |
accusative | αλφαβητικό (alfavitikó) | αλφαβητική (alfavitikí) | αλφαβητικό (alfavitikó) | αλφαβητικούς (alfavitikoús) | αλφαβητικές (alfavitikés) | αλφαβητικά (alfavitiká) | |
vocative | αλφαβητικέ (alfavitiké) | αλφαβητική (alfavitikí) | αλφαβητικό (alfavitikó) | αλφαβητικοί (alfavitikoí) | αλφαβητικές (alfavitikés) | αλφαβητικά (alfavitiká) |