αμέθοδος • (améthodos) m (feminine αμέθοδη, neuter αμέθοδο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμέθοδος • | αμέθοδη • | αμέθοδο • | αμέθοδοι • | αμέθοδες • | αμέθοδα • |
genitive | αμέθοδου • | αμέθοδης • | αμέθοδου • | αμέθοδων • | αμέθοδων • | αμέθοδων • |
accusative | αμέθοδο • | αμέθοδη • | αμέθοδο • | αμέθοδους • | αμέθοδες • | αμέθοδα • |
vocative | αμέθοδε • | αμέθοδη • | αμέθοδο • | αμέθοδοι • | αμέθοδες • | αμέθοδα • |