αμβλυντικός • (amvlyntikós) m (feminine αμβλυντική, neuter αμβλυντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμβλυντικός (amvlyntikós) | αμβλυντική (amvlyntikí) | αμβλυντικό (amvlyntikó) | αμβλυντικοί (amvlyntikoí) | αμβλυντικές (amvlyntikés) | αμβλυντικά (amvlyntiká) | |
genitive | αμβλυντικού (amvlyntikoú) | αμβλυντικής (amvlyntikís) | αμβλυντικού (amvlyntikoú) | αμβλυντικών (amvlyntikón) | αμβλυντικών (amvlyntikón) | αμβλυντικών (amvlyntikón) | |
accusative | αμβλυντικό (amvlyntikó) | αμβλυντική (amvlyntikí) | αμβλυντικό (amvlyntikó) | αμβλυντικούς (amvlyntikoús) | αμβλυντικές (amvlyntikés) | αμβλυντικά (amvlyntiká) | |
vocative | αμβλυντικέ (amvlyntiké) | αμβλυντική (amvlyntikí) | αμβλυντικό (amvlyntikó) | αμβλυντικοί (amvlyntikoí) | αμβλυντικές (amvlyntikés) | αμβλυντικά (amvlyntiká) |