αμβλυντικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αμβλυντικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αμβλυντικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αμβλυντικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αμβλυντικός you have here. The definition of the word αμβλυντικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαμβλυντικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αμβλυντικός (amvlyntikósm (feminine αμβλυντική, neuter αμβλυντικό)

  1. ameliorating, soothing
  2. bluntening, dulling

Declension

Declension of αμβλυντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμβλυντικός (amvlyntikós) αμβλυντική (amvlyntikí) αμβλυντικό (amvlyntikó) αμβλυντικοί (amvlyntikoí) αμβλυντικές (amvlyntikés) αμβλυντικά (amvlyntiká)
genitive αμβλυντικού (amvlyntikoú) αμβλυντικής (amvlyntikís) αμβλυντικού (amvlyntikoú) αμβλυντικών (amvlyntikón) αμβλυντικών (amvlyntikón) αμβλυντικών (amvlyntikón)
accusative αμβλυντικό (amvlyntikó) αμβλυντική (amvlyntikí) αμβλυντικό (amvlyntikó) αμβλυντικούς (amvlyntikoús) αμβλυντικές (amvlyntikés) αμβλυντικά (amvlyntiká)
vocative αμβλυντικέ (amvlyntiké) αμβλυντική (amvlyntikí) αμβλυντικό (amvlyntikó) αμβλυντικοί (amvlyntikoí) αμβλυντικές (amvlyntikés) αμβλυντικά (amvlyntiká)