αμβλυωπικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αμβλυωπικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αμβλυωπικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αμβλυωπικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αμβλυωπικός you have here. The definition of the word αμβλυωπικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαμβλυωπικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αμβλυωπικός (amvlyopikósm (feminine αμβλυωπική, neuter αμβλυωπικό)

  1. (medicine) amblyopic

Declension

Declension of αμβλυωπικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμβλυωπικός (amvlyopikós) αμβλυωπική (amvlyopikí) αμβλυωπικό (amvlyopikó) αμβλυωπικοί (amvlyopikoí) αμβλυωπικές (amvlyopikés) αμβλυωπικά (amvlyopiká)
genitive αμβλυωπικού (amvlyopikoú) αμβλυωπικής (amvlyopikís) αμβλυωπικού (amvlyopikoú) αμβλυωπικών (amvlyopikón) αμβλυωπικών (amvlyopikón) αμβλυωπικών (amvlyopikón)
accusative αμβλυωπικό (amvlyopikó) αμβλυωπική (amvlyopikí) αμβλυωπικό (amvlyopikó) αμβλυωπικούς (amvlyopikoús) αμβλυωπικές (amvlyopikés) αμβλυωπικά (amvlyopiká)
vocative αμβλυωπικέ (amvlyopiké) αμβλυωπική (amvlyopikí) αμβλυωπικό (amvlyopikó) αμβλυωπικοί (amvlyopikoí) αμβλυωπικές (amvlyopikés) αμβλυωπικά (amvlyopiká)

Further reading