αμείλιχτος • (ameílichtos) m (feminine αμείλιχτη, neuter αμείλιχτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμείλιχτος (ameílichtos) | αμείλιχτη (ameílichti) | αμείλιχτο (ameílichto) | αμείλιχτοι (ameílichtoi) | αμείλιχτες (ameílichtes) | αμείλιχτα (ameílichta) | |
genitive | αμείλιχτου (ameílichtou) | αμείλιχτης (ameílichtis) | αμείλιχτου (ameílichtou) | αμείλιχτων (ameílichton) | αμείλιχτων (ameílichton) | αμείλιχτων (ameílichton) | |
accusative | αμείλιχτο (ameílichto) | αμείλιχτη (ameílichti) | αμείλιχτο (ameílichto) | αμείλιχτους (ameílichtous) | αμείλιχτες (ameílichtes) | αμείλιχτα (ameílichta) | |
vocative | αμείλιχτε (ameílichte) | αμείλιχτη (ameílichti) | αμείλιχτο (ameílichto) | αμείλιχτοι (ameílichtoi) | αμείλιχτες (ameílichtes) | αμείλιχτα (ameílichta) |