αμετάλλακτος • (ametállaktos) m (feminine αμετάλλακτη, neuter αμετάλλακτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμετάλλακτος (ametállaktos) | αμετάλλακτη (ametállakti) | αμετάλλακτο (ametállakto) | αμετάλλακτοι (ametállaktoi) | αμετάλλακτες (ametállaktes) | αμετάλλακτα (ametállakta) | |
genitive | αμετάλλακτου (ametállaktou) | αμετάλλακτης (ametállaktis) | αμετάλλακτου (ametállaktou) | αμετάλλακτων (ametállakton) | αμετάλλακτων (ametállakton) | αμετάλλακτων (ametállakton) | |
accusative | αμετάλλακτο (ametállakto) | αμετάλλακτη (ametállakti) | αμετάλλακτο (ametállakto) | αμετάλλακτους (ametállaktous) | αμετάλλακτες (ametállaktes) | αμετάλλακτα (ametállakta) | |
vocative | αμετάλλακτε (ametállakte) | αμετάλλακτη (ametállakti) | αμετάλλακτο (ametállakto) | αμετάλλακτοι (ametállaktoi) | αμετάλλακτες (ametállaktes) | αμετάλλακτα (ametállakta) |