αμετάπειστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αμετάπειστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αμετάπειστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αμετάπειστος in singular and plural. Everything you need to know about the word αμετάπειστος you have here. The definition of the word αμετάπειστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαμετάπειστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αμετάπειστος (ametápeistosm (feminine αμετάπειστη, neuter αμετάπειστο)

  1. unconvinced, unpersuaded, not convinced
  2. unconvinceable, unpersuadable

Declension

Declension of αμετάπειστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμετάπειστος (ametápeistos) αμετάπειστη (ametápeisti) αμετάπειστο (ametápeisto) αμετάπειστοι (ametápeistoi) αμετάπειστες (ametápeistes) αμετάπειστα (ametápeista)
genitive αμετάπειστου (ametápeistou) αμετάπειστης (ametápeistis) αμετάπειστου (ametápeistou) αμετάπειστων (ametápeiston) αμετάπειστων (ametápeiston) αμετάπειστων (ametápeiston)
accusative αμετάπειστο (ametápeisto) αμετάπειστη (ametápeisti) αμετάπειστο (ametápeisto) αμετάπειστους (ametápeistous) αμετάπειστες (ametápeistes) αμετάπειστα (ametápeista)
vocative αμετάπειστε (ametápeiste) αμετάπειστη (ametápeisti) αμετάπειστο (ametápeisto) αμετάπειστοι (ametápeistoi) αμετάπειστες (ametápeistes) αμετάπειστα (ametápeista)