αμετανόητος • (ametanóitos) m (feminine αμετανόητη, neuter αμετανόητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμετανόητος (ametanóitos) | αμετανόητη (ametanóiti) | αμετανόητο (ametanóito) | αμετανόητοι (ametanóitoi) | αμετανόητες (ametanóites) | αμετανόητα (ametanóita) | |
genitive | αμετανόητου (ametanóitou) | αμετανόητης (ametanóitis) | αμετανόητου (ametanóitou) | αμετανόητων (ametanóiton) | αμετανόητων (ametanóiton) | αμετανόητων (ametanóiton) | |
accusative | αμετανόητο (ametanóito) | αμετανόητη (ametanóiti) | αμετανόητο (ametanóito) | αμετανόητους (ametanóitous) | αμετανόητες (ametanóites) | αμετανόητα (ametanóita) | |
vocative | αμετανόητε (ametanóite) | αμετανόητη (ametanóiti) | αμετανόητο (ametanóito) | αμετανόητοι (ametanóitoi) | αμετανόητες (ametanóites) | αμετανόητα (ametanóita) |