αμεταρρύθμιστος • (ametarrýthmistos) m (feminine αμεταρρύθμιστη, neuter αμεταρρύθμιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμεταρρύθμιστος (ametarrýthmistos) | αμεταρρύθμιστη (ametarrýthmisti) | αμεταρρύθμιστο (ametarrýthmisto) | αμεταρρύθμιστοι (ametarrýthmistoi) | αμεταρρύθμιστες (ametarrýthmistes) | αμεταρρύθμιστα (ametarrýthmista) | |
genitive | αμεταρρύθμιστου (ametarrýthmistou) | αμεταρρύθμιστης (ametarrýthmistis) | αμεταρρύθμιστου (ametarrýthmistou) | αμεταρρύθμιστων (ametarrýthmiston) | αμεταρρύθμιστων (ametarrýthmiston) | αμεταρρύθμιστων (ametarrýthmiston) | |
accusative | αμεταρρύθμιστο (ametarrýthmisto) | αμεταρρύθμιστη (ametarrýthmisti) | αμεταρρύθμιστο (ametarrýthmisto) | αμεταρρύθμιστους (ametarrýthmistous) | αμεταρρύθμιστες (ametarrýthmistes) | αμεταρρύθμιστα (ametarrýthmista) | |
vocative | αμεταρρύθμιστε (ametarrýthmiste) | αμεταρρύθμιστη (ametarrýthmisti) | αμεταρρύθμιστο (ametarrýthmisto) | αμεταρρύθμιστοι (ametarrýthmistoi) | αμεταρρύθμιστες (ametarrýthmistes) | αμεταρρύθμιστα (ametarrýthmista) |