αμμωνιακός • (ammoniakós) m (feminine αμμωνιακή, neuter αμμωνιακό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμμωνιακός • | αμμωνιακή • | αμμωνιακό • | αμμωνιακοί • | αμμωνιακές • | αμμωνιακά • |
genitive | αμμωνιακού • | αμμωνιακής • | αμμωνιακού • | αμμωνιακών • | αμμωνιακών • | αμμωνιακών • |
accusative | αμμωνιακό • | αμμωνιακή • | αμμωνιακό • | αμμωνιακούς • | αμμωνιακές • | αμμωνιακά • |
vocative | αμμωνιακέ • | αμμωνιακή • | αμμωνιακό • | αμμωνιακοί • | αμμωνιακές • | αμμωνιακά • |