αμυλούχος • (amyloúchos) m (feminine αμυλούχη, neuter αμυλούχο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμυλούχος (amyloúchos) | αμυλούχη (amyloúchi) | αμυλούχο (amyloúcho) | αμυλούχοι (amyloúchoi) | αμυλούχες (amyloúches) | αμυλούχα (amyloúcha) | |
genitive | αμυλούχου (amyloúchou) | αμυλούχης (amyloúchis) | αμυλούχου (amyloúchou) | αμυλούχων (amyloúchon) | αμυλούχων (amyloúchon) | αμυλούχων (amyloúchon) | |
accusative | αμυλούχο (amyloúcho) | αμυλούχη (amyloúchi) | αμυλούχο (amyloúcho) | αμυλούχους (amyloúchous) | αμυλούχες (amyloúches) | αμυλούχα (amyloúcha) | |
vocative | αμυλούχε (amyloúche) | αμυλούχη (amyloúchi) | αμυλούχο (amyloúcho) | αμυλούχοι (amyloúchoi) | αμυλούχες (amyloúches) | αμυλούχα (amyloúcha) |