αμυντικός • (amyntikós) m (feminine αμυντική, neuter αμυντικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμυντικός • | αμυντική • | αμυντικό • | αμυντικοί • | αμυντικές • | αμυντικά • |
genitive | αμυντικού • | αμυντικής • | αμυντικού • | αμυντικών • | αμυντικών • | αμυντικών • |
accusative | αμυντικό • | αμυντική • | αμυντικό • | αμυντικούς • | αμυντικές • | αμυντικά • |
vocative | αμυντικέ • | αμυντική • | αμυντικό • | αμυντικοί • | αμυντικές • | αμυντικά • |