αμφιθεατρικός • (amfitheatrikós) m (feminine αμφιθεατρική, neuter αμφιθεατρικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμφιθεατρικός (amfitheatrikós) | αμφιθεατρική (amfitheatrikí) | αμφιθεατρικό (amfitheatrikó) | αμφιθεατρικοί (amfitheatrikoí) | αμφιθεατρικές (amfitheatrikés) | αμφιθεατρικά (amfitheatriká) | |
genitive | αμφιθεατρικού (amfitheatrikoú) | αμφιθεατρικής (amfitheatrikís) | αμφιθεατρικού (amfitheatrikoú) | αμφιθεατρικών (amfitheatrikón) | αμφιθεατρικών (amfitheatrikón) | αμφιθεατρικών (amfitheatrikón) | |
accusative | αμφιθεατρικό (amfitheatrikó) | αμφιθεατρική (amfitheatrikí) | αμφιθεατρικό (amfitheatrikó) | αμφιθεατρικούς (amfitheatrikoús) | αμφιθεατρικές (amfitheatrikés) | αμφιθεατρικά (amfitheatriká) | |
vocative | αμφιθεατρικέ (amfitheatriké) | αμφιθεατρική (amfitheatrikí) | αμφιθεατρικό (amfitheatrikó) | αμφιθεατρικοί (amfitheatrikoí) | αμφιθεατρικές (amfitheatrikés) | αμφιθεατρικά (amfitheatriká) |