αμφιταλάντευση • (amfitalántefsi) f (plural αμφιταλαντεύσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμφιταλάντευση (amfitalántefsi) | αμφιταλαντεύσεις (amfitalantéfseis) |
genitive | αμφιταλάντευσης (amfitalántefsis) | αμφιταλαντεύσεων (amfitalantéfseon) |
accusative | αμφιταλάντευση (amfitalántefsi) | αμφιταλαντεύσεις (amfitalantéfseis) |
vocative | αμφιταλάντευση (amfitalántefsi) | αμφιταλαντεύσεις (amfitalantéfseis) |
Older or formal genitive singular: αμφιταλαντεύσεως (amfitalantéfseos)