Ancient Greek ἀνάδρομος (anádromos), from ἀνά (aná, “up”) + δρόμος (drómos, “running”).
ανάδρομος • (anádromos) m (feminine ανάδρομη, neuter ανάδρομο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάδρομος (anádromos) | ανάδρομη (anádromi) | ανάδρομο (anádromo) | ανάδρομοι (anádromoi) | ανάδρομες (anádromes) | ανάδρομα (anádroma) | |
genitive | ανάδρομου (anádromou) | ανάδρομης (anádromis) | ανάδρομου (anádromou) | ανάδρομων (anádromon) | ανάδρομων (anádromon) | ανάδρομων (anádromon) | |
accusative | ανάδρομο (anádromo) | ανάδρομη (anádromi) | ανάδρομο (anádromo) | ανάδρομους (anádromous) | ανάδρομες (anádromes) | ανάδρομα (anádroma) | |
vocative | ανάδρομε (anádrome) | ανάδρομη (anádromi) | ανάδρομο (anádromo) | ανάδρομοι (anádromoi) | ανάδρομες (anádromes) | ανάδρομα (anádroma) |