ανάμιχτος • (anámichtos) m (feminine ανάμιχτη, neuter ανάμιχτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάμιχτος (anámichtos) | ανάμιχτη (anámichti) | ανάμιχτο (anámichto) | ανάμιχτοι (anámichtoi) | ανάμιχτες (anámichtes) | ανάμιχτα (anámichta) | |
genitive | ανάμιχτου (anámichtou) | ανάμιχτης (anámichtis) | ανάμιχτου (anámichtou) | ανάμιχτων (anámichton) | ανάμιχτων (anámichton) | ανάμιχτων (anámichton) | |
accusative | ανάμιχτο (anámichto) | ανάμιχτη (anámichti) | ανάμιχτο (anámichto) | ανάμιχτους (anámichtous) | ανάμιχτες (anámichtes) | ανάμιχτα (anámichta) | |
vocative | ανάμιχτε (anámichte) | ανάμιχτη (anámichti) | ανάμιχτο (anámichto) | ανάμιχτοι (anámichtoi) | ανάμιχτες (anámichtes) | ανάμιχτα (anámichta) |