ανήλικος • (anílikos) m (feminine ανήλική, neuter ανήλικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανήλικος • | ανήλικη • | ανήλικο • | ανήλικοι • | ανήλικες • | ανήλικα • |
genitive | ανήλικου • | ανήλικης • | ανήλικου • | ανήλικων • | ανήλικων • | ανήλικων • |
accusative | ανήλικο • | ανήλικη • | ανήλικο • | ανήλικους • | ανήλικες • | ανήλικα • |
vocative | ανήλικε • | ανήλικη • | ανήλικο • | ανήλικοι • | ανήλικες • | ανήλικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανήλικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανήλικος, etc.) |
ανήλικος • (anílikos) m (plural ανήλικοι)