ανίσκιωτος • (anískiotos) m (feminine ανίσκιωτη, neuter ανίσκιωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανίσκιωτος (anískiotos) | ανίσκιωτη (anískioti) | ανίσκιωτο (anískioto) | ανίσκιωτοι (anískiotoi) | ανίσκιωτες (anískiotes) | ανίσκιωτα (anískiota) | |
genitive | ανίσκιωτου (anískiotou) | ανίσκιωτης (anískiotis) | ανίσκιωτου (anískiotou) | ανίσκιωτων (anískioton) | ανίσκιωτων (anískioton) | ανίσκιωτων (anískioton) | |
accusative | ανίσκιωτο (anískioto) | ανίσκιωτη (anískioti) | ανίσκιωτο (anískioto) | ανίσκιωτους (anískiotous) | ανίσκιωτες (anískiotes) | ανίσκιωτα (anískiota) | |
vocative | ανίσκιωτε (anískiote) | ανίσκιωτη (anískioti) | ανίσκιωτο (anískioto) | ανίσκιωτοι (anískiotoi) | ανίσκιωτες (anískiotes) | ανίσκιωτα (anískiota) |