Present participle of αναβάλλομαι (anavállomai), passive voice of αναβάλλω (“to postpone”).
For the noun: word quoted from an ecclesiastical psalm, in jesting manner.
αναβαλλόμενος • (anavallómenos) m (plural αναβαλλόμενοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναβαλλόμενος • | αναβαλλόμενοι • |
genitive | αναβαλλόμενου • | αναβαλλόμενων • |
accusative | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενους • |
vocative | αναβαλλόμενε • | αναβαλλόμενοι • |
αναβαλλόμενος • (anavallómenos) m (feminine αναβαλλόμενη, neuter αναβαλλόμενο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναβαλλόμενος • | αναβαλλόμενη • | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενοι • | αναβαλλόμενες • | αναβαλλόμενα • |
genitive | αναβαλλόμενου • | αναβαλλόμενης • | αναβαλλόμενου • | αναβαλλόμενων • | αναβαλλόμενων • | αναβαλλόμενων • |
accusative | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενη • | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενους • | αναβαλλόμενες • | αναβαλλόμενα • |
vocative | αναβαλλόμενε • | αναβαλλόμενη • | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενοι • | αναβαλλόμενες • | αναβαλλόμενα • |