αναγκαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναγκαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναγκαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναγκαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναγκαστικός you have here. The definition of the word αναγκαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναγκαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναγκαστικός (anagkastikósm (feminine αναγκαστική, neuter αναγκαστικό)

  1. compulsory, obligatory
    αναγκαστική προσγειωσηanagkastikí prosgeiosiforced landing
    αναγκαστικός νόμοςanagkastikós nómosemergency law

Declension

Declension of αναγκαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναγκαστικός (anagkastikós) αναγκαστική (anagkastikí) αναγκαστικό (anagkastikó) αναγκαστικοί (anagkastikoí) αναγκαστικές (anagkastikés) αναγκαστικά (anagkastiká)
genitive αναγκαστικού (anagkastikoú) αναγκαστικής (anagkastikís) αναγκαστικού (anagkastikoú) αναγκαστικών (anagkastikón) αναγκαστικών (anagkastikón) αναγκαστικών (anagkastikón)
accusative αναγκαστικό (anagkastikó) αναγκαστική (anagkastikí) αναγκαστικό (anagkastikó) αναγκαστικούς (anagkastikoús) αναγκαστικές (anagkastikés) αναγκαστικά (anagkastiká)
vocative αναγκαστικέ (anagkastiké) αναγκαστική (anagkastikí) αναγκαστικό (anagkastikó) αναγκαστικοί (anagkastikoí) αναγκαστικές (anagkastikés) αναγκαστικά (anagkastiká)