αναγκαστικός • (anagkastikós) m (feminine αναγκαστική, neuter αναγκαστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγκαστικός • | αναγκαστική • | αναγκαστικό • | αναγκαστικοί • | αναγκαστικές • | αναγκαστικά • |
genitive | αναγκαστικού • | αναγκαστικής • | αναγκαστικού • | αναγκαστικών • | αναγκαστικών • | αναγκαστικών • |
accusative | αναγκαστικό • | αναγκαστική • | αναγκαστικό • | αναγκαστικούς • | αναγκαστικές • | αναγκαστικά • |
vocative | αναγκαστικέ • | αναγκαστική • | αναγκαστικό • | αναγκαστικοί • | αναγκαστικές • | αναγκαστικά • |