10 Results found for "αναδημιουργημένος".

αναδημιουργημένος

IPA(key): /a.na.ði.mi.ur.ʝiˈme.nos/ Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νος αναδημιουργημένος • (anadimiourgiménos) m (feminine αναδημιουργημένη, neuter αναδημιουργημένο)...


αναδημιουργημένο

accusative masculine singular of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos) nominative/accusative/vocative neuter singular of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos)...


αναδημιουργημένης

/anaðimiurʝiˈmenis/ Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νης αναδημιουργημένης • (anadimiourgiménis) genitive feminine singular of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos)...


αναδημιουργημένα

Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧να αναδημιουργημένα • (anadimiourgiména) nominative/accusative/vocative neuter plural of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos)...


αναδημιουργημένου

Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νου αναδημιουργημένου • (anadimiourgiménou) genitive masculine/neuter singular of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos)...


αναδημιουργημένους

Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νους αναδημιουργημένους • (anadimiourgiménous) accusative masculine plural of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos)...


αναδημιουργημένων

Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νων αναδημιουργημένων • (anadimiourgiménon) genitive masculine/feminine/neuter plural of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos)...


αναδημιουργημένε

/anaðimiurʝiˈmene/ Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νε αναδημιουργημένε • (anadimiourgiméne) vocative masculine singular of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos)...


αναδημιουργημένες

α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νες αναδημιουργημένες • (anadimiourgiménes) nominative/accusative/vocative feminine plural of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos)...


αναδημιουργημένη

αναδημιουργημένοι (anadimiourgiménoi) αναδημιουργημένη • (anadimiourgiméni) nominative/accusative/vocative feminine singular of αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos)...