αναθηματικός • (anathimatikós) m (feminine αναθηματική, neuter αναθηματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναθηματικός (anathimatikós) | αναθηματική (anathimatikí) | αναθηματικό (anathimatikó) | αναθηματικοί (anathimatikoí) | αναθηματικές (anathimatikés) | αναθηματικά (anathimatiká) | |
genitive | αναθηματικού (anathimatikoú) | αναθηματικής (anathimatikís) | αναθηματικού (anathimatikoú) | αναθηματικών (anathimatikón) | αναθηματικών (anathimatikón) | αναθηματικών (anathimatikón) | |
accusative | αναθηματικό (anathimatikó) | αναθηματική (anathimatikí) | αναθηματικό (anathimatikó) | αναθηματικούς (anathimatikoús) | αναθηματικές (anathimatikés) | αναθηματικά (anathimatiká) | |
vocative | αναθηματικέ (anathimatiké) | αναθηματική (anathimatikí) | αναθηματικό (anathimatikó) | αναθηματικοί (anathimatikoí) | αναθηματικές (anathimatikés) | αναθηματικά (anathimatiká) |