αναιρέσιμος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναιρέσιμος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναιρέσιμος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναιρέσιμος in singular and plural. Everything you need to know about the word αναιρέσιμος you have here. The definition of the word αναιρέσιμος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναιρέσιμος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναιρέσιμος (anairésimosm (feminine αναιρέσιμη, neuter αναιρέσιμο)

  1. reversible, revocable
  2. refutable

Declension

Declension of αναιρέσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναιρέσιμος (anairésimos) αναιρέσιμη (anairésimi) αναιρέσιμο (anairésimo) αναιρέσιμοι (anairésimoi) αναιρέσιμες (anairésimes) αναιρέσιμα (anairésima)
genitive αναιρέσιμου (anairésimou) αναιρέσιμης (anairésimis) αναιρέσιμου (anairésimou) αναιρέσιμων (anairésimon) αναιρέσιμων (anairésimon) αναιρέσιμων (anairésimon)
accusative αναιρέσιμο (anairésimo) αναιρέσιμη (anairésimi) αναιρέσιμο (anairésimo) αναιρέσιμους (anairésimous) αναιρέσιμες (anairésimes) αναιρέσιμα (anairésima)
vocative αναιρέσιμε (anairésime) αναιρέσιμη (anairésimi) αναιρέσιμο (anairésimo) αναιρέσιμοι (anairésimoi) αναιρέσιμες (anairésimes) αναιρέσιμα (anairésima)