αναιρετικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναιρετικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναιρετικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναιρετικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναιρετικός you have here. The definition of the word αναιρετικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναιρετικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναιρετικός (anairetikósm (feminine αναιρετική, neuter αναιρετικό)

  1. (law) relating to appeals

Declension

Declension of αναιρετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναιρετικός (anairetikós) αναιρετική (anairetikí) αναιρετικό (anairetikó) αναιρετικοί (anairetikoí) αναιρετικές (anairetikés) αναιρετικά (anairetiká)
genitive αναιρετικού (anairetikoú) αναιρετικής (anairetikís) αναιρετικού (anairetikoú) αναιρετικών (anairetikón) αναιρετικών (anairetikón) αναιρετικών (anairetikón)
accusative αναιρετικό (anairetikó) αναιρετική (anairetikí) αναιρετικό (anairetikó) αναιρετικούς (anairetikoús) αναιρετικές (anairetikés) αναιρετικά (anairetiká)
vocative αναιρετικέ (anairetiké) αναιρετική (anairetikí) αναιρετικό (anairetikó) αναιρετικοί (anairetikoí) αναιρετικές (anairetikés) αναιρετικά (anairetiká)