αναιτιολόγητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναιτιολόγητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναιτιολόγητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναιτιολόγητος in singular and plural. Everything you need to know about the word αναιτιολόγητος you have here. The definition of the word αναιτιολόγητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναιτιολόγητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Hellenistic Koine Greek ἀναιτιολόγητος (anaitiológētos). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) +‎ αιτιο-λογ(ώ) (aitio-log(ó)) +‎ -(η)τος (-(i)tos, justify).

Pronunciation

  • IPA(key): /aneti.oˈloʝitos/
  • Hyphenation: α‧ναι‧τι‧ο‧λό‧γη‧τος

Adjective

αναιτιολόγητος (anaitiológitosm (feminine αναιτιολόγητη, neuter αναιτιολόγητο)

  1. unjustified, unjustifiable
  2. inexplicable, unexplainable

Declension

Declension of αναιτιολόγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναιτιολόγητος (anaitiológitos) αναιτιολόγητη (anaitiológiti) αναιτιολόγητο (anaitiológito) αναιτιολόγητοι (anaitiológitoi) αναιτιολόγητες (anaitiológites) αναιτιολόγητα (anaitiológita)
genitive αναιτιολόγητου (anaitiológitou) αναιτιολόγητης (anaitiológitis) αναιτιολόγητου (anaitiológitou) αναιτιολόγητων (anaitiológiton) αναιτιολόγητων (anaitiológiton) αναιτιολόγητων (anaitiológiton)
accusative αναιτιολόγητο (anaitiológito) αναιτιολόγητη (anaitiológiti) αναιτιολόγητο (anaitiológito) αναιτιολόγητους (anaitiológitous) αναιτιολόγητες (anaitiológites) αναιτιολόγητα (anaitiológita)
vocative αναιτιολόγητε (anaitiológite) αναιτιολόγητη (anaitiológiti) αναιτιολόγητο (anaitiológito) αναιτιολόγητοι (anaitiológitoi) αναιτιολόγητες (anaitiológites) αναιτιολόγητα (anaitiológita)

Antonyms

Derived terms