From Hellenistic Koine Greek ἀναιτιολόγητος (anaitiológētos). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) + αιτιο-λογ(ώ) (aitio-log(ó)) + -(η)τος (-(i)tos, “justify”).
αναιτιολόγητος • (anaitiológitos) m (feminine αναιτιολόγητη, neuter αναιτιολόγητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναιτιολόγητος (anaitiológitos) | αναιτιολόγητη (anaitiológiti) | αναιτιολόγητο (anaitiológito) | αναιτιολόγητοι (anaitiológitoi) | αναιτιολόγητες (anaitiológites) | αναιτιολόγητα (anaitiológita) | |
genitive | αναιτιολόγητου (anaitiológitou) | αναιτιολόγητης (anaitiológitis) | αναιτιολόγητου (anaitiológitou) | αναιτιολόγητων (anaitiológiton) | αναιτιολόγητων (anaitiológiton) | αναιτιολόγητων (anaitiológiton) | |
accusative | αναιτιολόγητο (anaitiológito) | αναιτιολόγητη (anaitiológiti) | αναιτιολόγητο (anaitiológito) | αναιτιολόγητους (anaitiológitous) | αναιτιολόγητες (anaitiológites) | αναιτιολόγητα (anaitiológita) | |
vocative | αναιτιολόγητε (anaitiológite) | αναιτιολόγητη (anaitiológiti) | αναιτιολόγητο (anaitiológito) | αναιτιολόγητοι (anaitiológitoi) | αναιτιολόγητες (anaitiológites) | αναιτιολόγητα (anaitiológita) |