ανακλητικός • (anaklitikós) m (feminine ανακλητική, neuter ανακλητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακλητικός • | ανακλητική • | ανακλητικό • | ανακλητικοί • | ανακλητικές • | ανακλητικά • |
genitive | ανακλητικού • | ανακλητικής • | ανακλητικού • | ανακλητικών • | ανακλητικών • | ανακλητικών • |
accusative | ανακλητικό • | ανακλητική • | ανακλητικό • | ανακλητικούς • | ανακλητικές • | ανακλητικά • |
vocative | ανακλητικέ • | ανακλητική • | ανακλητικό • | ανακλητικοί • | ανακλητικές • | ανακλητικά • |