Present participle of ανακλώμαι (anaklómai), passive voice of ανακλώ (“reflect”). Learned form, as in Ancient Greek ἀνακλώμενος (anaklṓmenos, “bent back; overlapping”).
ανακλώμενος • (anaklómenos) m (feminine ανακλώμενη, neuter ανακλώμενο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακλώμενος • | ανακλώμενη • | ανακλώμενο • | ανακλώμενοι • | ανακλώμενες • | ανακλώμενα • |
genitive | ανακλώμενου • | ανακλώμενης • | ανακλώμενου • | ανακλώμενων • | ανακλώμενων • | ανακλώμενων • |
accusative | ανακλώμενο • | ανακλώμενη • | ανακλώμενο • | ανακλώμενους • | ανακλώμενες • | ανακλώμενα • |
vocative | ανακλώμενε • | ανακλώμενη • | ανακλώμενο • | ανακλώμενοι • | ανακλώμενες • | ανακλώμενα • |