ανακοινώσιμος • (anakoinósimos) m (feminine ανακοινώσιμη, neuter ανακοινώσιμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανακοινώσιμος (anakoinósimos) | ανακοινώσιμη (anakoinósimi) | ανακοινώσιμο (anakoinósimo) | ανακοινώσιμοι (anakoinósimoi) | ανακοινώσιμες (anakoinósimes) | ανακοινώσιμα (anakoinósima) | |
genitive | ανακοινώσιμου (anakoinósimou) | ανακοινώσιμης (anakoinósimis) | ανακοινώσιμου (anakoinósimou) | ανακοινώσιμων (anakoinósimon) | ανακοινώσιμων (anakoinósimon) | ανακοινώσιμων (anakoinósimon) | |
accusative | ανακοινώσιμο (anakoinósimo) | ανακοινώσιμη (anakoinósimi) | ανακοινώσιμο (anakoinósimo) | ανακοινώσιμους (anakoinósimous) | ανακοινώσιμες (anakoinósimes) | ανακοινώσιμα (anakoinósima) | |
vocative | ανακοινώσιμε (anakoinósime) | ανακοινώσιμη (anakoinósimi) | ανακοινώσιμο (anakoinósimo) | ανακοινώσιμοι (anakoinósimoi) | ανακοινώσιμες (anakoinósimes) | ανακοινώσιμα (anakoinósima) |