ανακουφισμένος • (anakoufisménos) m (feminine ανακουφισμένη, neuter ανακουφισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανακουφισμένος (anakoufisménos) | ανακουφισμένη (anakoufisméni) | ανακουφισμένο (anakoufisméno) | ανακουφισμένοι (anakoufisménoi) | ανακουφισμένες (anakoufisménes) | ανακουφισμένα (anakoufisména) | |
genitive | ανακουφισμένου (anakoufisménou) | ανακουφισμένης (anakoufisménis) | ανακουφισμένου (anakoufisménou) | ανακουφισμένων (anakoufisménon) | ανακουφισμένων (anakoufisménon) | ανακουφισμένων (anakoufisménon) | |
accusative | ανακουφισμένο (anakoufisméno) | ανακουφισμένη (anakoufisméni) | ανακουφισμένο (anakoufisméno) | ανακουφισμένους (anakoufisménous) | ανακουφισμένες (anakoufisménes) | ανακουφισμένα (anakoufisména) | |
vocative | ανακουφισμένε (anakoufisméne) | ανακουφισμένη (anakoufisméni) | ανακουφισμένο (anakoufisméno) | ανακουφισμένοι (anakoufisménoi) | ανακουφισμένες (anakoufisménes) | ανακουφισμένα (anakoufisména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανακουφισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανακουφισμένος, etc.)