ανακουφισμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανακουφισμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανακουφισμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανακουφισμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανακουφισμένος you have here. The definition of the word ανακουφισμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανακουφισμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /a.na.ku.fiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧να‧κου‧φι‧σμέ‧νος

Participle

ανακουφισμένος (anakoufisménosm (feminine ανακουφισμένη, neuter ανακουφισμένο)

  1. passive perfect participle of ανακουφίζω (anakoufízo): relieved

Declension

Declension of ανακουφισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακουφισμένος (anakoufisménos) ανακουφισμένη (anakoufisméni) ανακουφισμένο (anakoufisméno) ανακουφισμένοι (anakoufisménoi) ανακουφισμένες (anakoufisménes) ανακουφισμένα (anakoufisména)
genitive ανακουφισμένου (anakoufisménou) ανακουφισμένης (anakoufisménis) ανακουφισμένου (anakoufisménou) ανακουφισμένων (anakoufisménon) ανακουφισμένων (anakoufisménon) ανακουφισμένων (anakoufisménon)
accusative ανακουφισμένο (anakoufisméno) ανακουφισμένη (anakoufisméni) ανακουφισμένο (anakoufisméno) ανακουφισμένους (anakoufisménous) ανακουφισμένες (anakoufisménes) ανακουφισμένα (anakoufisména)
vocative ανακουφισμένε (anakoufisméne) ανακουφισμένη (anakoufisméni) ανακουφισμένο (anakoufisméno) ανακουφισμένοι (anakoufisménoi) ανακουφισμένες (anakoufisménes) ανακουφισμένα (anakoufisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανακουφισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανακουφισμένος, etc.)