ανακριτικός • (anakritikós) m (feminine ανακριτική, neuter ανακριτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακριτικός • | ανακριτική • | ανακριτικό • | ανακριτικοί • | ανακριτικές • | ανακριτικά • |
genitive | ανακριτικού • | ανακριτικής • | ανακριτικού • | ανακριτικών • | ανακριτικών • | ανακριτικών • |
accusative | ανακριτικό • | ανακριτική • | ανακριτικό • | ανακριτικούς • | ανακριτικές • | ανακριτικά • |
vocative | ανακριτικέ • | ανακριτική • | ανακριτικό • | ανακριτικοί • | ανακριτικές • | ανακριτικά • |