Perfect participle of ανακτώμαι (anaktómai), passive voice of ανακτώ (“retrieve”).
ανακτημένος • (anaktiménos) m (feminine ανακτημένη, neuter ανακτημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανακτημένος (anaktiménos) | ανακτημένη (anaktiméni) | ανακτημένο (anaktiméno) | ανακτημένοι (anaktiménoi) | ανακτημένες (anaktiménes) | ανακτημένα (anaktiména) | |
genitive | ανακτημένου (anaktiménou) | ανακτημένης (anaktiménis) | ανακτημένου (anaktiménou) | ανακτημένων (anaktiménon) | ανακτημένων (anaktiménon) | ανακτημένων (anaktiménon) | |
accusative | ανακτημένο (anaktiméno) | ανακτημένη (anaktiméni) | ανακτημένο (anaktiméno) | ανακτημένους (anaktiménous) | ανακτημένες (anaktiménes) | ανακτημένα (anaktiména) | |
vocative | ανακτημένε (anaktiméne) | ανακτημένη (anaktiméni) | ανακτημένο (anaktiméno) | ανακτημένοι (anaktiménoi) | ανακτημένες (anaktiménes) | ανακτημένα (anaktiména) |