From the ανακυκλωσ- stem of ανακυκλώνω (anakyklóno) + -ιμος (-imos).
ανακυκλώσιμος • (anakyklósimos) m (feminine ανακυκλώσιμη, neuter ανακυκλώσιμο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακυκλώσιμος • | ανακυκλώσιμη • | ανακυκλώσιμο • | ανακυκλώσιμοι • | ανακυκλώσιμες • | ανακυκλώσιμα • |
genitive | ανακυκλώσιμου • | ανακυκλώσιμης • | ανακυκλώσιμου • | ανακυκλώσιμων • | ανακυκλώσιμων • | ανακυκλώσιμων • |
accusative | ανακυκλώσιμο • | ανακυκλώσιμη • | ανακυκλώσιμο • | ανακυκλώσιμους • | ανακυκλώσιμες • | ανακυκλώσιμα • |
vocative | ανακυκλώσιμε • | ανακυκλώσιμη • | ανακυκλώσιμο • | ανακυκλώσιμοι • | ανακυκλώσιμες • | ανακυκλώσιμα • |