αναλγητικός • (analgitikós) m (feminine αναλγητική, neuter αναλγητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναλγητικός • | αναλγητική • | αναλγητικό • | αναλγητικοί • | αναλγητικές • | αναλγητικά • |
genitive | αναλγητικού • | αναλγητικής • | αναλγητικού • | αναλγητικών • | αναλγητικών • | αναλγητικών • |
accusative | αναλγητικό • | αναλγητική • | αναλγητικό • | αναλγητικούς • | αναλγητικές • | αναλγητικά • |
vocative | αναλγητικέ • | αναλγητική • | αναλγητικό • | αναλγητικοί • | αναλγητικές • | αναλγητικά • |