αναλλοίωτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναλλοίωτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναλλοίωτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναλλοίωτος in singular and plural. Everything you need to know about the word αναλλοίωτος you have here. The definition of the word αναλλοίωτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναλλοίωτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναλλοίωτος (analloíotosm (feminine αναλλοίωτη, neuter αναλλοίωτο)

  1. unchanged, unaltered, unchangeable

Declension

singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναλλοίωτος (analloíotos) αναλλοίωτη (analloíoti) αναλλοίωτο (analloíoto) αναλλοίωτοι (analloíotoi) αναλλοίωτες (analloíotes) αναλλοίωτα (analloíota)
genitive αναλλοίωτου (analloíotou) αναλλοίωτης (analloíotis) αναλλοίωτου (analloíotou) αναλλοίωτων (analloíoton) αναλλοίωτων (analloíoton) αναλλοίωτων (analloíoton)
accusative αναλλοίωτο (analloíoto) αναλλοίωτη (analloíoti) αναλλοίωτο (analloíoto) αναλλοίωτους (analloíotous) αναλλοίωτες (analloíotes) αναλλοίωτα (analloíota)
vocative αναλλοίωτε (analloíote) αναλλοίωτη (analloíoti) αναλλοίωτο (analloíoto) αναλλοίωτοι (analloíotoi) αναλλοίωτες (analloíotes) αναλλοίωτα (analloíota)

Synonyms