αναλλοίωτος • (analloíotos) m (feminine αναλλοίωτη, neuter αναλλοίωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναλλοίωτος (analloíotos) | αναλλοίωτη (analloíoti) | αναλλοίωτο (analloíoto) | αναλλοίωτοι (analloíotoi) | αναλλοίωτες (analloíotes) | αναλλοίωτα (analloíota) | |
genitive | αναλλοίωτου (analloíotou) | αναλλοίωτης (analloíotis) | αναλλοίωτου (analloíotou) | αναλλοίωτων (analloíoton) | αναλλοίωτων (analloíoton) | αναλλοίωτων (analloíoton) | |
accusative | αναλλοίωτο (analloíoto) | αναλλοίωτη (analloíoti) | αναλλοίωτο (analloíoto) | αναλλοίωτους (analloíotous) | αναλλοίωτες (analloíotes) | αναλλοίωτα (analloíota) | |
vocative | αναλλοίωτε (analloíote) | αναλλοίωτη (analloíoti) | αναλλοίωτο (analloíoto) | αναλλοίωτοι (analloíotoi) | αναλλοίωτες (analloíotes) | αναλλοίωτα (analloíota) |