αναμάρτητος • (anamártitos) m (feminine αναμάρτητη, neuter αναμάρτητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναμάρτητος • | αναμάρτητη • | αναμάρτητο • | αναμάρτητοι • | αναμάρτητες • | αναμάρτητα • |
genitive | αναμάρτητου • | αναμάρτητης • | αναμάρτητου • | αναμάρτητων • | αναμάρτητων • | αναμάρτητων • |
accusative | αναμάρτητο • | αναμάρτητη • | αναμάρτητο • | αναμάρτητους • | αναμάρτητες • | αναμάρτητα • |
vocative | αναμάρτητε • | αναμάρτητη • | αναμάρτητο • | αναμάρτητοι • | αναμάρτητες • | αναμάρτητα • |