αναμορφωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναμορφωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναμορφωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναμορφωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναμορφωτικός you have here. The definition of the word αναμορφωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναμορφωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναμορφωτικός (anamorfotikósm (feminine αναμορφωτική, neuter αναμορφωτικό)

  1. reforming, reformative

Declension

Declension of αναμορφωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναμορφωτικός (anamorfotikós) αναμορφωτική (anamorfotikí) αναμορφωτικό (anamorfotikó) αναμορφωτικοί (anamorfotikoí) αναμορφωτικές (anamorfotikés) αναμορφωτικά (anamorfotiká)
genitive αναμορφωτικού (anamorfotikoú) αναμορφωτικής (anamorfotikís) αναμορφωτικού (anamorfotikoú) αναμορφωτικών (anamorfotikón) αναμορφωτικών (anamorfotikón) αναμορφωτικών (anamorfotikón)
accusative αναμορφωτικό (anamorfotikó) αναμορφωτική (anamorfotikí) αναμορφωτικό (anamorfotikó) αναμορφωτικούς (anamorfotikoús) αναμορφωτικές (anamorfotikés) αναμορφωτικά (anamorfotiká)
vocative αναμορφωτικέ (anamorfotiké) αναμορφωτική (anamorfotikí) αναμορφωτικό (anamorfotikó) αναμορφωτικοί (anamorfotikoí) αναμορφωτικές (anamorfotikés) αναμορφωτικά (anamorfotiká)