αναμορφωτικός • (anamorfotikós) m (feminine αναμορφωτική, neuter αναμορφωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναμορφωτικός (anamorfotikós) | αναμορφωτική (anamorfotikí) | αναμορφωτικό (anamorfotikó) | αναμορφωτικοί (anamorfotikoí) | αναμορφωτικές (anamorfotikés) | αναμορφωτικά (anamorfotiká) | |
genitive | αναμορφωτικού (anamorfotikoú) | αναμορφωτικής (anamorfotikís) | αναμορφωτικού (anamorfotikoú) | αναμορφωτικών (anamorfotikón) | αναμορφωτικών (anamorfotikón) | αναμορφωτικών (anamorfotikón) | |
accusative | αναμορφωτικό (anamorfotikó) | αναμορφωτική (anamorfotikí) | αναμορφωτικό (anamorfotikó) | αναμορφωτικούς (anamorfotikoús) | αναμορφωτικές (anamorfotikés) | αναμορφωτικά (anamorfotiká) | |
vocative | αναμορφωτικέ (anamorfotiké) | αναμορφωτική (anamorfotikí) | αναμορφωτικό (anamorfotikó) | αναμορφωτικοί (anamorfotikoí) | αναμορφωτικές (anamorfotikés) | αναμορφωτικά (anamorfotiká) |