αναντίρρητος • (anantírritos) m (feminine αναντίρρητη, neuter αναντίρρητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναντίρρητος (anantírritos) | αναντίρρητη (anantírriti) | αναντίρρητο (anantírrito) | αναντίρρητοι (anantírritoi) | αναντίρρητες (anantírrites) | αναντίρρητα (anantírrita) | |
genitive | αναντίρρητου (anantírritou) | αναντίρρητης (anantírritis) | αναντίρρητου (anantírritou) | αναντίρρητων (anantírriton) | αναντίρρητων (anantírriton) | αναντίρρητων (anantírriton) | |
accusative | αναντίρρητο (anantírrito) | αναντίρρητη (anantírriti) | αναντίρρητο (anantírrito) | αναντίρρητους (anantírritous) | αναντίρρητες (anantírrites) | αναντίρρητα (anantírrita) | |
vocative | αναντίρρητε (anantírrite) | αναντίρρητη (anantírriti) | αναντίρρητο (anantírrito) | αναντίρρητοι (anantírritoi) | αναντίρρητες (anantírrites) | αναντίρρητα (anantírrita) |